- οίμη
- οἴμη, ἡ (Α)1. άσμα, τραγούδι, ωδή («οἴμας Μοῡσ' ἐδίδαξε», Ομ. Οδ.)2. η ικανότητα να τραγουδά κάποιος («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», Ομ. Οδ.)3. (κατά τον Ησύχ.) «οἴμηλόγος, ἱστορία».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει παραχθεί από τη λ. οἶμος* «δρόμος οδός», εξαιτίας τού ότι το οἶμος έχει χρησιμοποιηθεί προς δήλωση τής μελωδίας, τού ήχου, τού μέλους ενός άσματος (πρβλ. τις φρ. «οἶμος ἀοιδῆς», «ἐπέων οἶμον», «λύρης οἴμους»). Κατ' άλλους, όμως, η προηγούμενη άποψη είναι παρετυμολογική και η λ. οἴμη θα πρέπει να αναχθεί σε ένα θέμα που μαρτυρείται στο αρχ. νορβ. seidr «μαγεία, γοητεία» και στο αρχ. ινδ. sāman- «τραγούδι» ή, κατ' άλλους, σε *som-yo- (πρβλ. χεττιτ. išhamai- «τραγουδώ» και αρχ. ινδ. sāman- «τραγούδι»].
Dictionary of Greek. 2013.